Ινστιτούτο Βενετίας

Ινστιτούτο Βενετίας
Επιστημονικό ελληνικό ίδρυμα για την προώθηση των βυζαντινών και των μεταβυζαντινών σπουδών, με έδρα τη Βενετία. Ιδρύθηκε με τον νόμο 1766/1951, μετά την υπογραφή της ελληνοϊταλικής συμφωνίας της 21ης Σεπτεμβρίου 1948. Η επιστημονική εποπτεία του I.Β. ασκείται από την Ακαδημία Αθηνών. Το Ι.Β. ασχολείται με τη μελέτη και την αξιοποίηση των αρχείων της Ελληνικής Κοινότητας Βενετίας, πραγματοποιώντας επίσης σχετικές εκδόσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

  • Καραθανάσης, Αθανάσιος — (Βόλος 1946 –). Φιλόλογος, καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μετεκπαιδεύτηκε στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας και στα πανεπιστήμια της Σορβόνης …   Dictionary of Greek

  • Πουλάκης, Θεόδωρος — (Kυδωνία Xανιά [Kρήτη], περ. 1622 – Kέρκυρα 1692). Έλληνας ζωγράφος φορητών εικόνων. H μέχρι στιγμής έρευνα για τη ζωή του δεν επέφερε πολλές πληροφορίες. Τον τόπο της γέννησής του τον σημειώνει ο ίδιος σε μία εικόνα του που βρίσκεται στο Μουσείο …   Dictionary of Greek

  • Τζανφουρνάρης, Εμμανουήλ — Κρητικός ζωγράφος, που έζησε γύρω στο 1600 στη Βενετία, όπου και παντρεύτηκε το 1605. Για τη ζωή του και το έργο του λίγα είναι γνωστά. Εργάστηκε έως το 1631. Η γνώση του έργου του δυσχεραίνεται, επειδή η γνησιότητα των υπογραφών σε πολλά έργα… …   Dictionary of Greek

  • Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνιάδου, Σοφία — (Πειραιάς 1895 – 1972). Φιλόλογος, βυζαντινολόγος και ιστορικός. Σπούδασε και ειδικεύτηκε σε φιλολογικά θέματα στο πανεπιστήμιο του Παρισιού. Υπήρξε διαδοχικά καθηγήτρια της έδρας πρωτοχριστιανικής, μεσαιωνικής και ελληνικής γλώσσας και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”